1 αποστατικως
ἀ. ἔχειν Plut. — быть мятежно настроенным
Древнегреческо-русский словарь > αποστατικως
2 ἀπο-στατικός
ἀπο-στατικός, zum Abfallen geneigt, ϑράσος Plut. Rom. 7; ἀποστατικῶς ἔχειν Pelop. 15.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀπο-στατικός